- ταρβεῖν
- ταρβέωto be frightenedpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
ταρβώ — έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α (ποιητ. τ.) 1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω 2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι β) σέβομαι κάτι 3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν κατάσταση… … Dictionary of Greek
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek
υποπτήσσω — Α 1. ζαρώνω από φόβο 2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους… … Dictionary of Greek